Συγκριτική αξιολόγηση πέντε ειδών σιταριού

Ελληνικός γεωργικός οργανισμός Δήμητρα

Ποικιλίες σιταριού και χαρακτηριστικά

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το μονόκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum L.), το δίκοκκο σιτάρι (Triticum dicoccum Schrank ex Schübler) και το σιτάρι σπέλτα (Triticum spelta), αποτελούν κάποια από τα πρώτα είδη σιτηρών που καλλιεργήθηκαν κατά την αρχαιότητα για τη διατροφή του ανθρώπου (Jones et al., 2000, Βαλαμώτη, 2009). Πρόκειται για είδη με «ντυμένο» σπόρο τα οποία τα τελευταία χρόνια είχαν εκτοπισθεί από την καλλιέργεια λόγω των χαμηλών αποδόσεων τους και της μεγαλύτερης απαιτούμενης κατεργασίας του σπόρου μετά τη συγκομιδή σε σχέση με το μαλακό (T. aestivum L.) και το σκληρό σιτάρι (T. durum). Τα τελευταία χρόνια, η αύξηση της ζήτησης για παραδοσιακά και φυσικά τρόφιμα, ανανέωσε το ενδιαφέρον για τα «ντυμένα» σιτάρια (Κορπέτης, 2013). Αυτό το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον ώθησε στη διεξαγωγή της παρούσας μελέτης και στην αξιολόγηση των ειδών αυτών ως προς τα αγροκομικά και τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά σε συνθήκες αγρού.

ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ
Κατά την καλλιεργητική περίοδο 2013-14 στο Αγρόκτημα του Ινστιτούτου Σιτηρών στη Θέρμη, πραγματοποιήθηκε πείραμα αγρού με πέντε είδη σιτηρών (T. durum, ποικιλία Μεξικάλι, T. aestivum, ποικιλία Γεκόρα, T. spelta, T. dicoccum και T. monococcum).

Το πειραματικό σχέδιο που εφαρμόστηκε ήταν αυτό των πλήρων τυχαιοποιημένων ομάδων (RCB) με 4 επαναλήψεις. Καταγράφηκε η απόδοση και μετρήθηκαν μορφολογικά χαρακτηριστικά του στάχυ (μήκος στάχυ, αριθμός σταχυδίων, αριθμός κόκκων και βάρος κόκκων ανά στάχυ). Μετρήθηκαν τεχνολογικά χαρακτηριστικά όπως το βάρος χιλίων κόκκων (ΒΧΚ), το ποσοστό των υαλωδών κόκκων (%), η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη (μέθοδος Kjeldahl), σε λίπος (μέθοδος Soxhlet), σε ανόργανα στοιχεία και υδατάνθρακες, καθώς και ο δείκτης γλουτένης και η τιμή καθίζησης. Τέλος, αναλύθηκε η περιεκτικότητα των μακροστοιχείων P, K, Ca και Mg και των ιχνοστοιχείων B, Mn, Zn, Fe και Cu.

Συγκριτική αξιολόγηση πέντε ειδών σιταριού

Συγκριτική αξιολόγηση πέντε ειδών σιταριού

Συγκριτική αξιολόγηση πέντε ειδών σιταριού

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Από την παρούσα μελέτη διαπιστώθηκε ότι το μονόκοκκο σιτάρι είχε τη μικρότερη απόδοση σε καρπό (76,8 g/m2) και το μικρότερο αριθμό κόκκων ανά στάχυ (11,0 κόκκοι). Αντίθετα, οι υψηλότερες τιμές απόδοσης (480,8 και 507,8 g/m2), αριθμού κόκκων (33,8 και 35,9) και βάρος κόκκων/στάχυ (1,34 και 1,27 g) καταγράφηκαν στις ποικιλίες των καλλιεργούμενων σιτηρών (Πίν. 1). Ως προς τις φυσικοχημικές ιδιότητες διαπιστώθηκε ότι το μονόκοκκο σιτάρι έχει αλευρώδεις κόκκους, ενώ στο δίκοκκο και το σπέλτα το υψηλότερο ποσοστό των κόκκων ήταν υαλώδεις (Πίν. 2).

Συγκριτική αξιολόγηση πέντε ειδών σιταριού

Συγκριτική αξιολόγηση πέντε ειδών σιταριού

Στα καλλιεργούμενα είδη, μαλακό και σκληρό σιτάρι, καταγράφηκαν χαμηλότερες τιμές πρωτεΐνης (13 και 14%) σε σχέση με τα «ντυμένα» είδη σιτηρών, όπου οι τιμές κυμάνθηκαν από 19 έως 22%. Επίσης, στο σιτάρι σπέλτα καταγράφηκε η υψηλότερη τιμή γλουτένης, ενώ η γλουτένη στο μονόκοκκο ήταν διαρρέουσα όπως και ο αντίστοιχος δείκτης γλουτένης (Πίν. 3). Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι στο μονόκοκκο σιτάρι και στο σπέλτα καταγράφηκαν οι υψηλότερες τιμές συγκέντρωσης Zn, που αποτελεί σημαντικό θρεπτικό ιχνοστοιχείο για τη διατροφή του ανθρώπου (Πίν. 4).

Συγκριτική αξιολόγηση πέντε ειδών σιταριού

ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

  • Διαπιστώθηκε ότι τα τρία είδη «ντυμένων» σιτηρών παρουσιάζουν σημαντικά χαμηλότερη αποδοτικότητα σε σχέση με τα σύγχρονα καλλιεργούμενα είδη μαλακού και σκληρού σιταριού.
  • Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη είναι υψηλότερη στους σπόρους των «ντυμένων» σιτηρών σε σχέση με τα είδη του σκληρού και του μαλακού σιταριού.
  • Σε όλα τα είδη σιτηρών καταγράφηκε γλουτένη με τη διαφορά ότι στο μονόκοκκο σιτάρι η γλουτένη ήταν διαρρέουσα.
  • Το μονόκοκκο και το σιτάρι σπέλτα είναι πλούσια σε ιχνοστοιχεία και ιδιαίτερα σε Zn.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαλαμώτη Σουλτάνα-Μαρία, 2009. Η αρχαιοβοτανική έρευνα της διατροφής στην προϊστορική Ελλάδα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 224 σελ. Jones G., Valamoti S. and Charles M. 2000. Early crop diversity: a “new” glume wheat from northern Greece. Veget. Hist. Archaeobot. 9. Pp. 133-146. Κορπέτης Ε. 2013. Η ζειά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Διαθέσιμο διαδικτυακά: http://www.cerealinstitute.gr/index.php/el/antikeimena/sitari/589-zeia

Πηγή: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΡΠΕΤΗΣ, ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Γ. ΝΙΝΟΥ, ΜΑΡΙΑ ΗΡΑΚΛΗ
Ινστιτούτο Σιτηρών, ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ» ΤΘ 60458, 57001, Θέρμη-Θεσσαλονίκη, http://www.cerealinstitute.gr E-mail επικοινωνίας: lisaninou@yahoo.com

Διαβάστε ακόμη:Ζέα ή ζειά

4 σχόλια:

  1. Michael Karvelas10/11/14, 12:27 μ.μ.

    Μάθετε και για τις έρευνες ελληνικών πανεπισημίων για την ΕΛΛΗΝΙΚΗ μαύρη (κορινθιακή) σταφίδα: http://www.tovima.gr/science/article/?aid=537656

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΔΙΑΡΡΕΟΥΣΑ? ΚΑΝΕΤΕ ΤΟ ΠΙΟ ΚΑΤΑΝΟΗΤΟ.
    ΕΙΝΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΑΣΗΜΑΝΤΗ? ή ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΣΙΤΑΡΙΑ ΣΕ ΠΟΣΟ-
    ΤΗΤΑ ΑΛΛΑ ΑΠΛΩΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ? ΚΑΙ ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΜΟΡΦΗΣ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό που ενδιαφέρει τούς ανθρώπους που τρώνε τα δημητριακά είναι η γεύση και η ποιότητα και όχι η ποσότητα. Διότι η ποιότητα έχει περισσότερα ωφέλη από την ποσότητα. Αν τραφείς με καλό φαγητό δεν χρειάζεσαι ποσότητα αλλά ποιοτική τροφή. Συμπέρασμα η ποσότητα κάνει καλό μόνο στις τσέπες και κακό στην διατροφή και στην υγεία. Με μία χούφτα καλού σιταριού τρώει ένας άνθρωπος και αισθάνεται χορτάτος, αντιθέτως με κακή ποιότητα σιταριού δεν αισθάνεται χορτάτος και πρήζεται το στομάχι και αισθάνεσαι πως το φαγητό ήταν βαρύ και αχώνευτο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια που δεν είναι σχετικά και δεν αποσκοπούν σε σοβαρή συζήτηση του συγκεκριμένου θέματος θα διαγράφονται. Παρακαλώ να γράφεται κόσμια και με Ελληνικούς χαρακτήρες.
Η ευθύνη των σχολίων ανήκει αποκλειστικά και μόνο στους σχολιαστές.

Σπόροι και φύτεμα